αποσάπουνο

αποσάπουνο
το обмылок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποσάπουνο" в других словарях:

  • αποσάπουνο — το κ. σαπουνάδες, οι τα νερά που μένουν μετά το σαπούνισμα …   Dictionary of Greek

  • απολειφάδι — το 1. υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο 2. μικρός, κοντός, καχεκτικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προέρχεται είτε < *απαλειφάδιον < *απαλείφιον (< από * + αλείφιον «αυτό που χρησιμοποιούν οι αλειφτές» είτε < από * + λειφάδιον < λείπω] …   Dictionary of Greek

  • απολειφάδι — το ιού, μικρό υπόλειμμα σαπουνιού, αποσάπουνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»